ναύφαρκτος
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
English (LSJ)
A v. ναύφρακτος.
Greek (Liddell-Scott)
ναύφαρκτος: ἴδε ναύφρακτος.
Greek Monolingual
ναύφαρκτος, -ον (Α)
βλ. ναύφρακτος.
Greek Monotonic
ναύφαρκτος: βλ. ναύφρακτος.
Russian (Dvoretsky)
ναύφαρκτος: v. l. = ναύφρακτος.