Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
ιδοςadj. f;c. νησιώτης.
νησιῶτις: дор. νᾱσιῶτις, ιδος adj. f островная (πέτρα Aesch.; ἑστία Soph.; ἡσυχία Plut.).