ὦ φίλον ὕπνου θέλγητρον, ἐπίκουρον νόσου → o dearest charm of sleep, ally against sickness
[Seite 317] ιδος, ἡ, fem. zu ὀκταέτης, Plat. Ep. XIII, 361 d.
ὀκταέτις: ιδος adj. f восьмилетняя Plat.