παναισχής

From LSJ
Revision as of 01:28, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source

German (Pape)

[Seite 456] ές, = Folgdm, Arist. Eth. 1, 8, 16.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰναισχής: -ές, ὅλως ἄσχημος, ἀσχημότατος, τὴν ἰδέαν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1.8, 16, πρβλ. Πολυδ. Ϛ΄, 163.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
tout à fait honteux.
Étymologie: πᾶν, αἶσχος.

Greek Monotonic

πᾰναισχής: -ές (αἶσχος), εντελώς άσχημος, ασχημότατος, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

πᾰναισχής: Arst. = πάναισχρος.