περιολισθαίνω

From LSJ
Revision as of 02:00, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3

German (Pape)

[Seite 585] u. περιολισθάνω (s. ὀλισθάνω), herum-, darüberhin- und hergleiten, ausgleiten, fallen, Plut. Marcell. 15 u. sonst.

Greek Monolingual

Α
γλιστρώ εδώ κι εκεί, ξεγλιστρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ὀλισθαίνω «γλιστρώ»].

Russian (Dvoretsky)

περιολισθαίνω: и περιολισθάνω
1) быть скользким или скользящим (ὑγροὶ καὶ περιολισθαίνοντες ἁρμοί Plut.);
2) соскальзывать, выскальзывать Plut.;
3) проскальзывать (εἴς τι Plut.).