δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
ao.2 Act. de προβάλλω.
προὔβᾰλον: προὔβην, αμτβ. αντί προ-έβαλον, προέβην.
προὔβαλον: (= προέβαλον) стяж. aor. 2 к προβάλλω.