Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σαργῖνος

From LSJ
Revision as of 03:28, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Satius mori quam calamitose vivere → DerTod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαργῖνος Medium diacritics: σαργῖνος Low diacritics: σαργίνος Capitals: ΣΑΡΓΙΝΟΣ
Transliteration A: sargînos Transliteration B: sarginos Transliteration C: sarginos Beta Code: sargi=nos

English (LSJ)

ὁ, a kind of gregarious fish, Epich.56, Arist.HA610b6.

German (Pape)

[Seite 862] ὁ, Ath. VII, 321 c aus Epicharm., ein Fisch, vom Folgdn unterschieden, nach Einigen f. L. statt σαρδῖνος, vgl. Arist. H. A. 9, 2.

Greek (Liddell-Scott)

σαργῖνος: ὁ, εἶδος ἰχθύος κατ’ ἀγέλας πορευομένου, Ἐπίχ. 31 Ahr., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 2, 1.

Greek Monolingual

ὁ, Α
είδος ψαριού που ζει κατά αγέλες («ἀγελαῑά ἐστι τὰ τοιάδε... ἀθερῑνοι, σαργῑνοι», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαργός + επίθημα -ῖνος, το οποίο απαντά και σε άλλες ονομ. ψαριών (πρβλ. κεστρ-ῖνος, κορακ-ῖνος, σαρδ-ῖνος)].

Russian (Dvoretsky)

σαργῖνος: ὁ саргин (род рыбы) Arst.