συνδιηθέομαι
From LSJ
τὸ γὰρ ἐμφυὲς οὔτ' αἴθων ἀλώπηξ οὔτ' ἐρίβρομοι λέοντες διαλλάξαιντο ἦθος → the red fox and the roaring lion cannot change the nature born in them
English (LSJ)
Pass.,
A to be filtered through together, Pl.Ti.66e, Gal.17(1).836.
Greek (Liddell-Scott)
συνδιηθέομαι: Παθητ., διηθέομαι, διυλίζομαι, στραγγίζομαι, «σουρώνομαι» ὁμοῦ, Πλάτ. Τίμ. 66Ε.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνδιηθέομαι [σύν, διηθέω] alleen pass. samen gefilterd worden.
Russian (Dvoretsky)
συνδιηθέομαι: вместе процеживаться, просачиваться, проникать (ὀσμὴ συνδιηθεῖται Plat.).