Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes
adv.durement, cruellement, difficilement, avec peine;Sp. σχετλιώτατα.Étymologie: σχέτλιος.
Αεπίρρ. βλ. σχέτλιος.
σχετλίως: страшным образом, ужасно Soph., Isocr.