Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
σχέμεν: σχέμεναι, ἴδε ἐν λεξ. ἔχω.
inf. ao.2 épq. de ἔχω.
see ἔχω.
σχέμεν: σχέμεναι, Επικ. αντί σχεῖν, απαρ. αορ. βʹ του ἔχω.
σχέμεν: эп. = σχεῖν.