φωνάριον
From LSJ
Ἔνεγκε λύπην καὶ βλάβην εὐσχημόνως → Damna ac dolores disce generose pati → Mit schicklichem Anstand trage Trauer und Verlust
English (LSJ)
τό, Dim. of φωνή, Clearch.Com. 2, AP5.131 (Phld.).
German (Pape)
[Seite 1322] τό, dim. von φωνή, Stimmchen; Philodem. 21 (V, 132); Clearch. com. bei Ath. XIV, 623 c.
Greek (Liddell-Scott)
φωνάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ φωνή, «γόγγρων τε λευκῶν πᾶσι τοῖς κολλώδεσι βόχθιζε· τούτοις γὰρ τρέφεται τὸ πνεῦμα καὶ τὸ φωνάριον ἡμῶν περίσαρκον γίνεται» Κλέαρχος ἐν «Κιθαρῳδῷ» 2, Ἀνθ. Παλατ. 5. 132.
Greek Monolingual
τὸ, Α
υποκορ. σιγανή φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωνή + υποκορ. κατάλ. –άριον (πρβλ. παιδ-άριον)].
Russian (Dvoretsky)
φωνάριον: (ᾰ) τό голосок Anth.