πακτίς

From LSJ
Revision as of 07:48, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160

German (Pape)

[Seite 444] πακτός, dor. = πηκτίς, πηκτός.

English (Slater)

πακτίς a Lydian lyre. ἐν δείπνοισι Λυδῶν ψαλμὸν ἀντίφθογγον ὑψηλᾶς ἀκούων πακτίδος fr. 125. 3.

Greek Monolingual

πακτίς, ἡ (Α)
(δωρ. τ.) βλ. πηκτίς.

Russian (Dvoretsky)

πακτίς: ἡ дор. = πηκτίς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πακτίς -ίδος, ἡ zie πηκτίς.