μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
3ᵉ pl. impf. épq. de προτίθημι.
πρότιθεν: эп. (= προετίθεσαν) 3 л. pl. impf. к προτίθημι.
πρότιθεν ep. indic. imperf. act. 3 plur. van προτίθημι.