Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
Menander, Monostichoi, 366
French (Bailly abrégé)
v. σάος.
English (Autenrieth)
see σάος.
Greek Monotonic
σαώτερος: συγκρ. του σάος.
Russian (Dvoretsky)
σαώτερος: compar. к * σάος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σαώτερος comp. van σῶς.