ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
εῖσα, έν;part. ao. Pass. de ἵστημι.
στᾰθείς: εῖσα, έν part. aor. pass. к ἵστημι.
σταθείς -εῖσα -έν ptc. aor. pass. van ἵστημι.