σκερός
From LSJ
μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)
Greek (Liddell-Scott)
σκερός: «αἰδοιολείκτης» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «αἰδοιολείκτης».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].
Frisk Etymological English
Grammatical information: ?
Meaning: αἰδοιολείκτης H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown.