άγρευμα

From LSJ
Revision as of 12:10, 8 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132

Greek Monolingual

(I)
ἄγρευμα, το
(Α) ἀγρεύω
1. αυτό που πιάστηκε σε κυνήγι, θήραμα, λεία, λάφυρο
2. το μέσο με το οποίο θηρεύεται κάτι, κυνηγετικό δίχτυ.
(II)
ἄγρευμα, το
(Α) ἀγρός
στον πληθ. τὰ ἀγρεύματα
ο αγρός που πρόσφατα ξεχερσώθηκε.