ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones
(I)-η, -οαυτός που κάνει γύρους, λοξός, ελικοειδής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + γύρος.ΠΑΡ. αναγυρίδα].(II)ἀνάγυρος, ο (Α)η Ανάγυρις.