αναγυρίδα

From LSJ

Ἀλλ' Ἀχέροντι νυμφεύσω → I will become the bride of Acheron

Sophocles, Antigone, 816

Greek Monolingual

η [[[ανάγυρος]] Ι]
1. περιστροφική κίνηση
2. ελικοειδής, περιφερικός δρόμος
3. περιφορά νεκρού ή εικόνων κατά τη λιτανεία
4. περίπατος, βόλτα
5. επιστροφή, επάνοδος.