καπέλα

From LSJ
Revision as of 13:19, 8 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373

Greek Monolingual

(I)
καπέλα ἡ (Μ)
βλ. καππέλλα.
(II)
φρ. μουσ. «α καπέλα» — η εκτέλεση πολυφωνικής σύνθεσης χωρίς τη συνοδεία οργάνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cappella «χορωδία, παρεκκλήσι»].