ὀρχούμενός τις καὶ τὴν τοῦ Κρόνου τεκνοφαγίαν παρωρχεῖτο → a dancer was presenting Kronos who devoured his children, an actor portrayed Kronos who devoured his children
(I)
-έω, Α
σπέρνω σιτάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σίτος» + -βολῶ (< -βόλος < βάλλω), πρβλ. λιθο-βολώ].
(II)
-έω, Ν πυροβόλος
1. (αμτβ.) βάλλω με πυροβόλο όπλο
2. (μτβ.) κατευθύνω εναντίον κάποιου τη βολή πυροβόλου όπλου («τον πυροβόλησε σχεδόν εξ επαφής»).