ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
[Seite 609] ὁ, od. ἡ, angeblich eine Baumart, s. Vor.
(I)
ο, Ν
μεγάλο πήδημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματ. από το ρ. πηδώ].
(II)
ὁ, Α
βλ. πηδός.