κωροσύνα

From LSJ
Revision as of 03:20, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source

Greek (Liddell-Scott)

κωροσύνα: ἡ, Δωρ. ἀντὶ τοῦ κουροσύνη, Θεόκρ. 24. 57.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
dor. c. κουροσύνη.

Greek Monotonic

κωροσύνα: ἡ, Δωρ. αντί κουροσύνη, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

κωροσύνα: ἡ Theocr. = κουροσύνη.

Middle Liddell

κωροσύνα, ἡ, [doric for κουροσύνη, Theocr.]