παρδάλεος

From LSJ
Revision as of 05:15, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

σύ με μαστροπεύσεις πρὸς τὴν πόλιν → so you intend acting the procurer

Source

German (Pape)

[Seite 509] vom Panther, zum Panther gehörig, nach den Gramm. ion. S. παρδαλέη.

Greek Monolingual

-η, -ον, Α
βλ. παρδάλειος.

Greek Monotonic

παρδάλεος: -α, -ον (πάρδᾰλις), αυτός που ανήκει στη λεοπάρδαλη.

Middle Liddell

παρδάλεος, η, ον [πάρδᾰλις]
of a leopard.