gevaarlijk
From LSJ
Οἱ βασιλεῖς τῇ ἐγκυκλοπαιδείᾳ, αὐτὴ τοῖς βασιλεῦσι (Salamanca inscription) → The kings for the university, and the university for the kings
Dutch > Greek
δεινός, κινδυνώδης, παράβολος, παρακινδυνευτικός, παρακινδυνεύω, σφαλερός
Οἱ βασιλεῖς τῇ ἐγκυκλοπαιδείᾳ, αὐτὴ τοῖς βασιλεῦσι (Salamanca inscription) → The kings for the university, and the university for the kings
δεινός, κινδυνώδης, παράβολος, παρακινδυνευτικός, παρακινδυνεύω, σφαλερός