σφαλερός
Ψυχῆς μέγας χαλινὸς ἀνθρώποις ὁ νοῦς → Animi nam frenum magnum mens est hominibus → Der Menschenseele fester Zügel ist Vernunft
English (LSJ)
σφαλερά, σφαλερόν, (σφάλλω)
A likely to make one stumble or likely to make one trip metaph., slippery, perilous, τυραννὶς χρῆμα σφαλερόν Hdt.3.53; γνωμέω . . τὴν σφαλερωτέρην σεωυτῷ Id.7.16.ά; σφαλερὸν ἡγεμὼν θρασύς E.Supp. 508; τοῦτο δέ γ ἐστὶν τὸ καλὸν σφαλερόν Id.IA21 (anap.); ὦ βιοτή . . ἐπὶ παντὶ σφαλερὰ κεῖσαι Id.Fr.916 (lyr.); πάντων σφαλερώτατον, of future events, Th.4.62, cf. Hp.Aph.1.1; σφαλερώτατοι καιροί Phld.Oec.p.48 J., SIG796 B 10 (Epid., i A.D.); of poems, Pl.Lg.810b; σφαλερὸς τρόπος (v.l. τόπος) Hp.Prog.22; σφαλερόν [ἐστι], c. inf., Pl.R.451a, Lg.688b; τὸ ἐπιχειρῆσαι σφαλερόν X.HG2.1.2. Adv. Comp. σφαλερώτερον νοσεῖν = to be more dangerously ill, Gal.15.724.
II (σφάλλομαι) ready to fall, tottering, reeling, κῶλα A.Eu.371 (lyr.); ῥῦμα S.Aj.159 (anap.); σῶμα σφαλερὸν ἐν ταῖς κινήσεσι, of revellers and sufferers from coma, Gal. 7.645; ἕξις σφαλερὰ πρὸς ὑγίειαν = regime uncertain in point of health, regime that is detrimental to the health, Pl.R.404a. Adv. σφαλερῶς ὑγιαίνειν = enjoy health precariously, Gal.6.810.
III of persons, where the sense often fluctuates between I and II, ἴχνεσι σφαλεροί Nic.Al.189, cf. 400; σφαλεροὶ σύμμαχοι = uncertain allies, D.1.7; προστάτης σφαλερός E.Fr.774.3. Adv. σφαλερῶς Id.IA600 (anap.), Isoc.7.1.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
qui glisse facilement ou qui tombe facilement :
1 vacillant, chancelant, faible;
2 fig. inconstant, incertain;
3 peu sûr, dangereux;
Cp. σφαλερώτερος, Sp. σφαλερώτατος.
Étymologie: σφάλλω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σφαλερός -ά -όν [σφάλλω] vgl. σφάλλω act. (causat.) die/dat iem. doet vallen of struikelen:; σφαλερὰ καὶ τανυδρόμοις κῶλα een been dat zelfs renners in gestrekte draf (d.w.z. op volle snelheid) doet struikelen Aeschl. Eum. 375; adv.. μὴ σφαλερῶς zonder (haar) ten val te brengen, veilig Eur. IA 600. overdr. risicovol, gevaarlijk:; ἕξις σφαλερὰ πρὸς ὑγίειαν = gevaarlijk voor de gezondheid Plat. Resp. 404a; n. met inf. of AcI als subj. σφαλερόν (ἐστι)... is riskant of gevaarlijk:. ἀπιστοῦντα... καὶ ζητοῦντα ἅμα τοὺς λόγους ποιεῖσθαι... φοβερόν τε καὶ σφαλερόν = dat iemand het woord voert terwijl hij tegelijk onzeker en zoekende is, is angstaanjagend en gevaarlijk Plat. Resp. 450e. vgl. σφάλλομαι intrans. wankel:. σφαλερὸν πύργου ῥῦμα een wankele bescherming van een burcht Soph. Ai. 159. overdr. wankel, onzeker, onbetrouwbaar:; σφαλεροὶ σύμμαχοι wankele bondgenoten Dem. 1.7; τυραννὶς χρῆμα σφαλερόν = alleenheerschappij is een wankele zaak (d.w.z. is moeilijk vast te houden) Hdt. 3.53.4; van zaken. πάντων … σφαλερώτατον ὄν = hoewel het het meest onzeker is van alles Thuc. 4.62.4.
German (Pape)
was leicht zum Fallen, Ausgleiten bringt, schlüpfrig, und übertragen, leicht zu einem Fehler bringend, verführerisch, betrüglich, σφαλερὸς ἡγεμὼν θρασύς, Eur. Suppl. 508; und adv., I.A. 600; Her. im superl., 7.16.1; σφαλερὰ γράμματα, Plat. Legg. VII.810b; dah. = gefährlich, καὶ φοβερόν, Rep. V.450e, und öfter; Gegensatz von χρήσιμος, Thuc. 4.62; – fallend, wankend, Aesch. Eum. 349; σφαλερὸν πύργου ῥῦμα, Soph. Aj. 159; ἕξις σφαλερὰ πρὸς ὑγίειαν, Plat. Rep. III.404a; μέχρις ἐπὶ σφαλεροῦ ζωροπότει γόνατος, Apollnds 1 (XI.25); unzuverlässig, σύμμαχος, Dem. 1.7.
Russian (Dvoretsky)
σφᾰλερός:
1 шатающийся, неустойчивый, дрожащий (κῶλα Aesch.);
2 непостоянный, колеблющийся (σύμμαχοι Dem.);
3 недостоверный, ненадежный, непрочный, шаткий (χρῆμα Her.; ῥῦμα Soph.): σφαλερὰ πρὸς ὑγίειαν ἕξις Plat. шаткое здоровье;
4 неверный, обманчивый (τὸ καλόν Eur.);
5 рискованный, опасный (sc. ἡγεμών Eur.; γράμματα Plat.): τὸ ἐκ τοῦ ἐμφανοῦς ἐπιχειρῆσαι σφαλερὸν ἐδόκει εἶναι Xen. напасть открыто казалось опасным.
Greek Monolingual
-ή, -ό / σφαλερός, -ά, -όν, ΝΜΑ
νεοελλ.
εσφαλμένος, λανθασμένος
μσν.-αρχ.
1. αυτός που μπορεί να κάνει κάποιον να πέσει, ολισθηρός
2. ασταθής, αβέβαιος («ἕξις σφαλερὰ πρὸς ὑγίειαν», Πλάτ.)
3. μτφ. επισφαλής, επικίνδυνος («τυραννὶς χρῆμα σφαλερόν», Ηρόδ.).
επίρρ...
σφαλερώς / σφαλερῶς ΝΜΑ, και σφαλερά Ν
νεοελλ.
με εσφαλμένο τρόπο ή σε εσφαλμένη βάση
αρχ.
1. με τρόπο ασταθή, αβέβαιο («σφαλερῶς ὑγιαίνειν», Γαλ.)
2. με επικίνδυνο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφάλλω + επίθημα -ερός (πρβλ. στυγερός)].
Greek Monotonic
σφᾰλερός: -ά, -όν (σφάλλω),
I. αυτός που είναι σε θέση να κάνει κάποιον να πέσει ή να σκοντάψει· μεταφ., ολισθηρός, γλιστερός, αυτός που ενέχει κινδύνους, επικίνδυνος, Λατ. lubricus, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· σφαλερόν (ἐστι), με απαρ., είναι επικίνδυνο να..., σε Πλάτ. κ.λπ.
II. (σφάλλομαι) αυτός που είναι έτοιμος να πέσει, που παραπαίει, που τρεκλίζει, που έχει αστάθεια, σε Αισχύλ., Σοφ.· σφαλεροὶ σύμμαχοι, σε Δημ.
Greek (Liddell-Scott)
σφᾰλερός: -ά, -όν, (σφάλλω) ὁ δυνάμενος νὰ κάμῃ τινὰ νὰ πέσῃ ἢ προσκόψῃ, μεταφορ., ὀλισθηρός, ἐπικίνδυνος, κινδυνώδης, Λατ. lubricus, τυραννὶς χρῆμα σφαλερὸν Ἡρόδ. 3. 53· τῶν γνωμέων... τὴν σφαλερωτέρην σεωυτῷ ὁ αὐτ. 7. 16, 1 σφαλερὸν ἡγεμὼν θρασὺς Εὐρ. Ἱκέτ. 508· τοῦτο δέ γ’ ἐστὶν τὸ καλὸν σφαλερὸν ὁ αὐτ. Ι. Α. 22 βιοτά... ἐπὶ παντὶ σφαλερὰ κεῖται ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 908· πάντων σφαλερώτατον, ἐπὶ τῶν μελλόντων νὰ συμβῶσι, Θουκ. 4. 62, πρβλ. Ἱππ. Ἀφ. 1244· ἐπὶ ποιημάτων, Πλάτ. Νόμ. 814Β· σφ. τύπος, μέρος ὅπου τὰ συμπτώματα εἶναι ἐπικίνδυνα, Ἱππ. Προγν. 44· - σφαλερόν [ἐστι], μετ’ ἀπαρ., Πλάτ. Πολ. 450Ε, Νόμ. 688Β· σφ. τὸ ἐπιχειρῆσαι Ξεν. Ἑλλ. 2. 1, 2. ΙΙ. (σφάλλομαι) ὁ ἕτοιμος νὰ πέσῃ, ἐπιρρεπὴς εἰς πτῶσιν, ἀσταθής, κῶλα Αἰσχύλ. Εὐμ. 371· ῥῦμα Σοφ. Αἴ. 159· σφ. πρὸς ὑγίειαν ἕξις, ἀβέβαιος ὡς πρὸς τὴν ὑγείαν, Πλάτ. Πολ. 404Α. ΙΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὅτε ἡ σημασία τῆς λέξεως κυμαίνεται μεταξὺ Ι εἰς ΙΙ, ἴχνεσι σφαλεροὶ Νικ. Ἀλεξιφ. 189, πρβλ. 300· σφ. σύμμαχοι, ἄστατοι, ἀβέβαιοι, Δημ. 11.3· προστάτης σφ. Ποιητ. παρὰ Στοβ. τ. 43. 3. - Ἐπίρρ. -ρῶς, Ψευδευριπ. Ι. Α. 601, Ἰσοκρ. 104Α.
Middle Liddell
σφᾰλερός, ή, όν σφάλλω
I. likely to make one stumble or trip: metaph. slippery, perilous, dangerous, Lat. lubricus, Hdt., Eur., etc.:— σφαλερόν [ἐστι], c. inf., it is dangerous to . ., Plat., etc.
II. (σφάλλομαἰ ready to fall, tottering, reeling, staggering, Aesch., Soph.; σφ. σύμμαχοι Dem.
English (Woodhouse)
dangerous, hazardous, insecure, precarious, unstable, not to be depended on
Translations
precarious
Bulgarian: несигурен, ненадежден; Catalan: precari; Chinese Cantonese: 不穩嘅, 危險嘅, 朝不保夕嘅; Czech: nejistý, prekérní, ošidný; Dutch: vervaarlijk, onzeker; Finnish: vaarallinen; French: précaire; German: prekär, unsicher, gefährdet; Greek: ακροσφαλής, επισφαλής; Ancient Greek: ἀκροσφαλής, ἀνωμαλής, ἐπίκηρος, ἐπικίνδυνος, ἐπισφαλής, περιστατικός, σφαλερός, σχετικός; Korean: 다루기 어려운; Latin: precarius; Norwegian Bokmål: prekær; Nynorsk: prekær; Plautdietsch: roakboa; Portuguese: precário; Russian: опасный, рискованный, ненадёжный, шаткий; Spanish: precario; Swedish: prekär
tottering
German: wackelnd, schwankend; Greek: ετοιμόρροπος, που είναι στο όριο της κατάρρευσης, που καταρρέει, που παραπατά, που παραπατάει; Ancient Greek: σφαλερός; Latin: caducus; Maori: hūoioi