παράβολος

From LSJ

Βιοῦν ἀλύπως θνητὸν ὄντ' οὐ ῥᾴδιον → Mortalis ullus vix sit exsors tristium → Schwer ist's für Sterbliche zu leben ohne Leid

Menander, Monostichoi, 58
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράβολος Medium diacritics: παράβολος Low diacritics: παράβολος Capitals: ΠΑΡΑΒΟΛΟΣ
Transliteration A: parábolos Transliteration B: parabolos Transliteration C: paravolos Beta Code: para/bolos

English (LSJ)

poet. παραίβολος, ον, (παραβάλλω):
I (parox.) with a side-meaning, deceitful, παραιβόλα κερτομέουσιν h.Merc.56.
II exposing oneself or exposing what belongs to one: hence,
1 of persons, venturesome, reckless, Ar.V.192; πρὸς κινδύνους παραβολωτάτω App.BC2.149; φιλοκίνδυνος καὶ παράβολος ἐν ταῖς μάχαις D.S.19.3. Adv. παραβόλως = desperately, recklessly, π. πλεῖν Men.643; π. κινδυνεῦσαι, χρῆσθαι τῷ πολέμῳ, διαγωνίσασθαι, Plb.16.5.6, 2.47.3, Plu.Phil.5: Comp. παραβολώτερον Id.Phoc.6.
2 of things and actions, hazardous, perilous, ἔργον Hdt.9.45; π. καὶ χαλεπὸν πρᾶγμα Isoc.6.49; π. ὁ λόγος ἴσως ἔστ' Men.Sam.113; π. καὶ καλὰ ἔργα Plb.18.53.1; παραβολώτερον ἀγώνισμα Id.1.58.1; πρᾶξις ἀνέλπιστος καὶ παραβολωτάτη D.S.20.3; ἡ τόλμα καὶ τὸ π. Plb.3.61.6; π. θρασύτης Plu. Num.8; θρασὺ καὶ π. Cat.Cod.Astr.1.164.13 (-βουλον cod.); also π. ὁδοί, τόποι, dangerous roads, etc., Heraclit.Incred.21, Plb.5.14.9; τὰ παράβολα bold metaphors, Longin.32.4; τὸ π. τῆς ζητήσεως Simp. in Cael. 481.19.
3 Adv. παραβόλως = in an extraordinary manner, ἡ τύχη μεταβιβάσασά τινας π. Plb.1.58.1; π. διας ῴζεσθαι App.Hann.38.
III παράβολον, τό, as law-term, deposit made in lodging an appeal, Arist. Fr.456, v.l. in Oec.1348b13; Dor. πάρβολον, prob. in Foed.Delph. Pell.4A10, IG12(3).254.25 (Anaphe).
2 border along the edge of a garment, ib.22.1514.41.

German (Pape)

[Seite 473] daran oder auf's Spiel setzend, wagend, waghalsig, nach Phryn. in B. A. 60, 16 ὁ ἐπ' οὐδενὶ δικαίῳ παραβαλλόμενος τὴν ψυχὴν καὶ τὸ σῶμα καὶ τὴν ἐπιτιμίαν; so Ar. Vesp. 192; Plut. u. Sp.; dem τολμηρός entsprechend, Luc. Alex. 4. – Auch von Sachen, gewagt, mißlich, gefährlich, ἔργον παράβολον, Her. 9, 45; καὶ χαλεπὸν πρᾶγμα, Isocr. 6, 49; Pol. 18, 36, 1; τὰ παραβολώτατα τῶν ἐκείνῳ πεπραγμένων, 10, 2, 4; τὸ παράβολον, die kühne Entschlossenheit, καὶ τόλμα, 3, 61, 6; τόποι, gefährliche Orte, 4, 13, 19; καὶ ἐπισφαλές, 10, 20, 6. – Adv. παραβόλως, οἱ παραβόλως πλέοντες, Men. bei Stob. fl. 59, 14, διδοὺς ἑαυτὸν εἰς τοὺς κινδύνους, Pol. 3, 17, 8, καὶ τεθαῤῥηκότως, 1, 44, 6; aber auch mit ἀνελπίστως verbunden, 1, 23, 7, plötzlich, unerwartet, wie durch ein Wagstück. – Τὸ παράβολον, später παραβόλιον, das Succumbenzgeld, das bei Appellationen bezahlt wurde, Böckh ath. Staatshaush. I p. 386, übh. Unterpfand, Poll. 8, 63.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui s'expose ; hardi, audacieux, téméraire.
Étymologie: παραβάλλω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παράβολος -ον [παραβάλλω] van pers. roekeloos; subst. τὸ παράβολον roekeloosheid. van zaken gevaarlijk.

Russian (Dvoretsky)

παράβολος:
1 смелый, отважный (ἐν ταῖς μάχαις Diod.);
2 опасный, рискованный (ἔργον Her.; πρᾶγμα Isocr., Plut.; τόποι Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

παράβολος: ποιητ. παραίβ-, ον· (παραβάλλω)· Ι. ὁ παρέργως ῥιφθεὶς εἰς τὸ μέσον, ἀπατηλός, ἴδε ἐν λέξ. παραβλήδην. ΙΙ. ὁ ἐκθέτων ἑαυτὸν ἢ τὰ ἀνήκοντα εἰς αὐτὸν εἰς κίνδυνον· ὅθεν, 1) ἐπὶ προσώπων, τολμηρός, ῥιψοκίνδυνος, παράτολμος, ἀπερίσκεπτος, Ἀριστοφ. Σφ. 192· πρὸς κινδύνους παραβολώτατος Ἀππ. Ἐμφύλ. 2. 149· φιλοκίνδυνος καὶ π. ἐν ταῖς μάχαις Διόδ. 19. 3· οὕτως, ἐπίρρ. -λως, παρατόλμως, ἀπερισκέπτως, Λατ. projecta audacia, παραβόλως πλεῖν Μένανδρος ἐν Ἀδήλ. 97· π. κινδυνεύειν, χρῆσθαι τῷ πολέμῳ, ἀγωνίζεσθαι, κτλ., Πολύβ., Πλούτ., κλ. 2) ἐπὶ πραγμάτων καὶ πράξεων, ἐπικίνδυνος, κινδυνώδης, ἔργον Ἡρόδ. 9. 45· π. καὶ χαλεπὸν Ἰσοκρ. 126Α· π. καὶ καλὰ ἔργα Πολύβ. 18. 36, 1· πρᾶξις ἀνέλπιστος καὶ παραβολωτάτη Διόδ. 20. 3· ἡ τόλμα καὶ τὸ π. τοῦ ἀνδρὸς Πολύβ. 3. 61, 6· - ὡσαύτως, π. ὁδοί, τόποι, ἐπικίνδυνοι, κτλ., Ἡράκλειτ. ἐν Galei Mythogr. σ. 76, Πολύβ. τὰ παράβολα, τολμηραὶ μεταφοραί, Λογγῖνος 32. ΙΙΙ. ὡς δικανικὸς ὅρος, παράβολον, τό, παρακαταθήκη ἢ προκαταβολὴ γινομένη εἰς δικαστικὰς ὑποθέσεις ἐφέσεως, χρησιμεύουσα ὡς ἐνέχυρονἐγγύησις διὰ τὸ πρόστιμον ἐν περιπτώσει ἀποτυχίας, Ἀριστ. Ἀποσπ. 416, πρβλ. Οἰκ. 2. 16, 3· παραβόλιον εἶναι μεταγενέστ. τύπος, Πολυδ., Φρύνιχ. 238· πρβλ. παρακαταβολή, παρακαταθήκη. IV. παρυφὴ ἱματίου, Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 41.

Greek Monolingual

-η, -ο / παράβολος και ποιητ. τ. παραίβολος, -ον, δωρ. τ. ουδ. πάρβολον, ΝΑ
1. (για πρόσ.) αυτός που εκθέτει τον εαυτό του σε κίνδυνο, παράτολμος, ριψοκίνδυνος, απερίσκεπτος
2. (για πράγμα ή πράξη) επικίνδυνος, επισφαλής (α. παράβολη επιχείρηση» β. «παράβολον καὶ χαλεπὸν πρᾶγμα», Ισοκρ.)
3. το ουδ. ως ουσ. το παράβολο
(ώς δικανικός όρος) παρακαταθήκη ή προκαταβολή χρηματικού ποσού σε δικαστικές υποθέσεις, και ιδίως σε περιπτώσεις εφέσεων, για να χρησιμεύσει ως ενέχυρο ή εγγύηση για το πρόστιμο σε περίπτωση αποτυχίας
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. παραστατικό έγγραφο της καταβολής σε δημόσια αρχή ορισμένου χρηματικού ποσού που είναι απαραίτητο για την άσκηση ενδίκου μέσου, λ.χ. για να συζητηθεί η σχετιζόμενη με αυτό στο δικαστήριο υπόθεση, ή για την άσκηση ορισμένου δικαιώματος, όπως είναι λ.χ. η συμμετοχή υποψήφιου βουλευτή στον εκλογικό αγώνα
αρχ.
1. αυτός που έχει αμφίβολη σημασία, απατηλός
2. το ουδ. ως ουσ. α) τολμηρή διάθεση ή απόφαση
β) παρυφή ιματίου
γ) τολμηρή μεταφορά
3. (η αιτ. του ουδ. στον συγκριτ. βαθμό ως επίρρ.) παραβολώτερον
πιο παράτολμα, ασυλλόγιστα, απερίσκεπτα.
επίρρ...
παραβόλως Α
1. παράτολμα, απερίσκεπτα
2. αιφνίδια, ανέλπιστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -βολος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. μετά-βολος].

Greek Monotonic

παράβολος: ποιητ. παραιβ-, -ον (παραβάλλω
I. αυτός που ρίχνεται πλαγίως, υπαινικτικός, προσποιητός, απατηλός, παραίβολα = παραβλήδην, σε Ομηρ. Ύμν.
II. αυτός που εκθέτει σε κίνδυνο τον εαυτό του,
1. λέγεται για ανθρώπους, τολμηρός, ριψοκίνδυνος, σε Αριστοφ.
2. λέγεται για πράγματα και πράξεις, επικίνδυνος, επισφαλής, ριψοκίνδυνος, παράτολμος, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

παραβάλλω
I. thrown in by the way, deceitful, παραίβολα = παραβλήδην, Hhymn.
II. exposing oneself: hence,
1. of persons, venturesome, reckless, Ar.
2. of things and actions, hazardous, perilous, Hdt.

English (Woodhouse)

dangerous, hazardous, perilous, venturesome

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)