medewerker
From LSJ
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
Dutch > Greek
συλλήπτωρ, συμ-πράκτωρ, συνδημιουργός, συνεπιμελητής, συνεργάτης, συνεργός, συνέριθος