μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so
adv.1 avec véhémence;2 follement, sans raison.Étymologie: ἔμπληκτος.
ἐμπλήκτως:1) необдуманно, порывисто: τὸ ἐ. ὀξύ Thuc. безрассудная поспешность;2) легкомысленно (οὐκ ἐ., ἀλλ᾽ εὐκαίρως Isocr.).