μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.
-ή, -ό ανακαθίζω1. ανακαθισμένος, πλαγιαστός με το κορμί όρθιο και τα πόδια απλωμένα2. ως ουσ. ο ανακαθιστόςχορός με δύο χορευτές αντιμέτωπους που ανακαθίζουν.