Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που αναφέρεται στα φυμάτια
2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο φυματικός, η φυματική
(για πρόσ.) αυτός που πάσχει από φυματίωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύμα, φύματος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις].