φυματικός

From LSJ
Revision as of 11:15, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher

Menander, Monostichoi, 250

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. αυτός που αναφέρεται στα φυμάτια
2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο φυματικός, η φυματική
(για πρόσ.) αυτός που πάσχει από φυματίωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύμα, φύματος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις].