φυματικός

From LSJ

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. αυτός που αναφέρεται στα φυμάτια
2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο φυματικός, η φυματική
(για πρόσ.) αυτός που πάσχει από φυματίωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύμα, φύματος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις].