κοσκινιστής
From LSJ
Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf
Greek Monolingual
ο, θηλ. κοσκινίστρ(ι)α
1. αυτός που κοσκινίζει
2. το θηλ. η κοσκινίστρα
πλέγμα από σύρμα με οπές διαφόρων, κατά περίπτωση, μεγεθών που χρησιμοποιείται για το κοσκίνισμα χώματος και άλλων υλικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοσκινίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1819 στον Αδαμάντιο Κοραή].