Μελαμπόδειος

From LSJ
Revision as of 12:45, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source

Greek Monolingual

Μελαμπόδειος, -εία, -ον και Μελαμπόδιος, -ία, -ον, θηλ. και Μελαμπόδεια (Α) Μελάμπους
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μάντη Μελάμποδα
2. το θηλ. ως ουσ. Μελαμπόδεια
ποίημα σε τρία τουλάχιστον βιβλία που αναφερόταν στον βίο και στις πράξεις του μάντη Μελάμποδος
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ Μελαμπόδεια
ετήσια εορτή που τελούνταν στα Αιγόσθενα της Μεγαρίδας προς τιμήν του μάντη Μελάμποδος
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ μελαμπόδιον
το ποώδες φυτό ελλέβορος
5. φρ. «μελαμπόδειος ἑλλέβορος» — το φυτό μελαμπόδιο.