ηδύγαιος

From LSJ
Revision as of 12:50, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[")

ἡ πολιτευομένη τῆς ἀρτάβης τιμήcustomary price of artaba

Source

Greek Monolingual

ἡδύγαιος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει καλή γη, καλό χώμα ή παράγεται από καλή γη
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἡδύγαιον
το φυτό σικυός ή σίκυος, κν. αγγουριά, και ο καρπός του, κν. αγγούρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + γαία «γη». Το α΄ συνθετικό ηδυ- απαντά σε αρκετές ονομασίες φυτών (πρβλ. ηδύ-οσμος, ηδύ-σαρον)].