ηδύγαιος

From LSJ

Ὕπνος δὲ πάσης ἐστὶν ὑγίεια νόσου → Sopor est hominibus ipsa vitae sanitasGenesung bringt von jeder Krankheit tiefer Schlaf

Menander, Monostichoi, 522

Greek Monolingual

ἡδύγαιος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει καλή γη, καλό χώμα ή παράγεται από καλή γη
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἡδύγαιον
το φυτό σικυός ή σίκυος, κν. αγγουριά, και ο καρπός του, κν. αγγούρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + γαία «γη». Το α΄ συνθετικό ηδυ- απαντά σε αρκετές ονομασίες φυτών (πρβλ. ηδύοσμος, ηδύσαρον)].