εκηβόλος
From LSJ
Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
ἑκηβόλος, -ον και δωρ. τ. ἑκαβόλος, -ον (Α)
1. αυτός που βάλλει από μακριά ή με ευστοχία
2. (για βλήμα) αυτό που ρίχνεται μακριά
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἑκηβόλος
ο επιδέξιος τοξότης
4. φρ. «ἑκηβόλος μάχη» — μάχη που διεξάγεται από μακριά.