Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
χίδαλον: «τὸ παιδίον» Ἡσύχ.
ου (τό) :
v. χίδρυ.
Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἀντὶ τοῡ < κίδαλον>
τὸ αἰδοῑον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χίδρυ].