Ἴτυλος
From LSJ
Πενίαν φέρειν καὶ γῆράς ἐστι δύσκολον → Tolerare inopiam cum senectute arduum est → Im Alter Armut zu ertragen ist gar schwer
English (LSJ)
[ῐ], ὁ, Itylus, son of Zethus and Aëdon, Od.19.522, Pherecyd.124J.: expld. as,= μόνος, ὀρφανός, νέος, ἁπαλός by Hsch.
English (Autenrieth)
Itylus (in the tragic poets Itus), son of Aēdon, slain by her through mistake, and lamented in her plaintive notes, of which the name is an imitation, Od. 19.522†.
Greek Monolingual
Ἴτυλος, ὁ (Α)
1. γιος του Ζήθου και της Αηδόνος
2. ως επίθ. ἴτυλος, -ον
(κατά τον Ησύχ.) «μόνος, ὀρφανός, νέος, ἁπαλός».
Russian (Dvoretsky)
Ἴτῠλος: (ῐ) ὁ Итил (сын Зета и Аэдоны, убитый своей безумной матерью) Hom.