πρωράτης
From LSJ
κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
German (Pape)
[Seite 804] ὁ, der Untersteuermann, der seinen Platz auf dem Vordertheile des Schiffes hatte, im Ggstz von πρυμνητής, Xen. Ath. 1, 2; auch στρατοῦ, Soph. frg. 470 bei Suid., wo πρωρατής geschrieben ist. Nach Plut. Agesil. 15 τὰ ἔμπροσθεν προορώμενος τοῦ κ υβερνήτου ἀφορᾷ πρὸς ἐκεῖνον καὶ τὸ προσταττόμενον ὑπ' ἐκείνου ποιεῖ.
Greek Monolingual
ο / πρῳράτης, ΝΑ, και ιων. τ. πρῳρήτης Α
νεοελλ.
ναυτ. άνδρας του πληρώματος ενός πλοίου ο οποίος εκτελεί υπηρεσία στο πρωραίο μέρος του σκάφους
αρχ.
1. ο πρωρεύς
2. αρχηγός, διοικητής («πρωράτης στρατοῦ», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρῷρα + επίθημα -ᾱτης / -ήτης (πρβλ. πρυμν-ήτης: πρύμνη)].