anise

From LSJ
Revision as of 06:34, 4 October 2019 by Spiros (talk | contribs)

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440

English > Greek (Woodhouse)

woodhouse 30.jpg

subs.

Ar. ἄνησον, ἄνησον ἄνησσον, ἄννισον, ἄνισον (should not be confused with ἄνηθον, ἄννηθον, ἄννητον which is the plant dill, Latin name: Anethum graveolens).

Greek Monolingual

ἄνησον, το κ. ἄνησον κ. ἄνησσον κ. ἄννισον (Α), ἄνισον (AM)
το φυτό γλυκάνισο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. άνησον καθώς και οι συναφείς με αυτόν τύποι πρέπει να διακρίνονται από τον τ. άνηθον καί τους συναφείς του τύπους —πράγμα εξάλλου που συνέβαινε ήδη στην αρχαιότηταεπειδή πρόκειται για δύο διαφορετικά φυτά. Κατά τον Χατζιδάκι (ΜΝΕ Β΄ 602) η ποικιλία στη γραφή των τύπων δείχνει ότι η λ. δεν είναι γνήσια ελληνική, αλλά ήλθε στην Ελλάδα μαζί με το φυτό από την Ασία ή την Αίγυπτο, παθαίνοντας διάφορες κατά τόπους φωνητικές αλλοιώσεις, πιθ. από παρετυμολογικές επιδράσεις συναφών ελληνικών λέξεων. Δεν είναι δυνατόν να εξακριβωθεί ποιος από τους τύπους είναι ο αρχικός. Ο τ. άνισον φαίνεται να προήλθε με ιωτακισμό από τον τ. άνησον, ενώ, σύμφωνα με άλλη άποψη, προήλθε από το αραβ. yansun].