исступленный
From LSJ
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
Russian > Greek
φρενομανής, ἐνθουσιώδης, ῥιψαύχην, μαινόλης, μαινόλας, λυσσώδης, Κορυβαντώδης, οἰστροπλήξ, οἰστρώδης, κατόχιμος