Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft
ἄνδιχα, δίχα, διχῆ, διχῇ, διχθά, διάνδιχα, ἥμισυ