рыболов
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
Russian > Greek
δικτυβόλος, ἁλιεύς, Ποντοθήρης, νυκτερευτής, θηρευτής, ἰχθυσιληϊστήρ, γριπεύς, ἀσπαλιευτής, ἐνυγροθηρευτής, ἰχθυοθηρητήρ, ἰχθυβόλος, ὁρμιατόνος, θαλασσουργός, θαλαττουργός, λιμνουργός