грубо
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
Russian > Greek
ἀπειροκάλως, παχέως, παχυλῶς, ἀναγώγως, φορτικῶς, σολοίκως, τραχέως, τρηχέως, Κενταυρικῶς, αὐτοκαβδάλως, ῥωπικά, ἀπομούσως, ἀμούσως, ἀμαθῶς, βαρβαρικῶς, ἀγροίκως, θηριωδῶς, ἰδιωτικῶς