абсолютный
From LSJ
Ὑπὲρ εὐσεβείας καὶ λάλει καὶ μάνθανε → Ea fator atque disce, quae pietas probat → Dein Sprechen, Lernen diene nur der Frömmigkeit
Russian > Greek
ἄκρατος, ἄκρητος, ἀνυπόθετος, ἀπόλυτος, παντελής, δυναστευτικός, αὐτοτελής, εἰλικρινής, εἱλικρινής