абсолютный
From LSJ
Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin
Russian > Greek
ἄκρατος, ἄκρητος, ἀνυπόθετος, ἀπόλυτος, παντελής, δυναστευτικός, αὐτοτελής, εἰλικρινής, εἱλικρινής