Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
ἀγώγιμον, ἐμπόλημα, φορτίον, ἐμπορία, ἐμπορίη, ἐμπολή, ἐμπολά, ἀγόρασμα, ἐμπόρευμα, χρῆμα, ὁδαῖα, ἐμπόριον