ἀγόρασμα

From LSJ

ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγόρασμα Medium diacritics: ἀγόρασμα Low diacritics: αγόρασμα Capitals: ΑΓΟΡΑΣΜΑ
Transliteration A: agórasma Transliteration B: agorasma Transliteration C: agorasma Beta Code: a)go/rasma

English (LSJ)

τό, that which is bought or that which is sold: mostly in plural, wares, merchandise, Aeschin. 3.223, D.34.9, etc., cf. Alex.168.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
• Grafía: graf. ἀγόραζμα PYadin 22.22 (II d.C.)
compra, género, mercancía κατὰ τὴν συγγραφὴν ἐντίθεσθαι τὰ ἀγοράσματα τῶν ἐμῶν χρημάτων D.34.9, ἀγόρασμα Ὀλυμπιάδι ἀγοράζων Aeschin.3.223, cf. Arist.Oec.1352b4, Alex.173, PYadin l.c., Them.Or.4.61b.

German (Pape)

[Seite 21] τό, nur im plur. (dah. Arist. Oec. II, 34 ἐπ' ἀγοράσματα wohl richtig ist), VLL. ὤνια. od. αὐτὰ τὰ ἠγορασμένα, Waaren, Alex. Ath. VI, 242 d; Aeschin. 3, 223; Dem. 34, 9; Sp., wie Plut. Cat. min. 36.

Russian (Dvoretsky)

ἀγόρασμα: ατος τό только pl. товар, товары Aeschin., Dem., Arst., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγόρασμα: τό, τὸ ἀγοραζόμενον ἢ πωλούμενον, πρὸ πάντων κατὰ πληθυντ. = ἐμπορεύματα, Αἰσχίν. 85. 37, Δημ. 909. 27, κτλ.· πρβλ. Ἄλεξ. ἐν τῷ «Παγκρατιαστῇ», 1.

Greek Monotonic

ἀγόρασμα: -ατος, τό (ἀγοράζω), αγοραζόμενο ή πωλούμενο εμπόρευμα· στον πληθ., αγαθά, κατασκευασμένα είδη, εμπορεύματα, καταναλωτικά αγαθά, σε Δημ. κ.λπ.

Middle Liddell

ἀγοράζω
that which is bought: in plural goods, wares, merchandise, Dem., etc.