посторонний
From LSJ
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
Russian > Greek
πάρεργος, ὑπερόριος, ὑπερούριος, παρῳδός, ἔκτοπος, ἀνοίκειος, ἐπεισόδιος, ἐξαγώνιος
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
πάρεργος, ὑπερόριος, ὑπερούριος, παρῳδός, ἔκτοπος, ἀνοίκειος, ἐπεισόδιος, ἐξαγώνιος